-
1 попадание
попаданиес ἡ εὔστοχη βολή:примо́е \попадание ἡ ἄμεση βολή· точное \попадание ἡ ἀκριβής βολή, ἡ εὔστοχη βολή. -
2 обстрелять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•
обстрелять из орудий κανονιοβολώ•
обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•
обстрелять из ружья τουφεκίζω.
2. δοκιμάζω•обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).
3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι. -
3 стрельба
-ы, πλθ. стрельбы θ.βολή• πυροβολισμός•прицельная стрельба βολή επί σκοπού, σκοποβολή.
|| πλθ. -ы εκπαιδευτική βολή, ασκήσεις σκοποβολής. -
4 выстрел
выстрел м о πυροβολισμός, - η βολή η τουφεκιά (из винтовки)· η κανονιά (из пушки) выстрелить πυροβολώ, ρίχνω με όπλο* * *м -
5 метание
метание с спорт, η βολή, η ρίψη· \метание диска η δισκοβολία* \метание копья о ακοντισμός* \метание молота η σφυροβολία* * *с спорт.η βολή, η ρίψηмета́ние ди́ска — η δισκοβολία
мета́ние копья́ — ο ακοντισμός
мета́ние мо́лота — η σφυροβολία
-
6 выстрел
-а α.1. πυροβολισμός•раздался -ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά•
он сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά•
произвести выстрел πυροβολώ.
2. εκπυρσοκρότηση•звук -а ο κρότος της εκπυρσοκρότησης•
орудийный выстрел η κανονιά.
|| βολή•холостой άσφαιρη βολή.
εκφρ.на выстрел – όσο κόβει το τουφέκι. -
7 обстрел
-а α.1. βολή, πυροβολισμός τα πυρά•артиллерийский обстрел κανονιοβολισμοί, κανονίδι•
миномётный обстрел βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά.
2. ζώνη, πεδίο βολής.εκφρ.брать (взять) под обстрел – κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά. -
8 пристрелять
ρ.σ.μ.1. κανονίζω, ρυθμίζω τη βολή (με δοκιμαστικά βλήματα).2. ελέγχω, δοκιμάζω πυροβόλο όπλο.ρυθμίζομαι, κανονίζομαι (για βολή πυροβόλου όπλου). -
9 выстрел
1. (часть рангоута судна) το δοράτιο, ο απώστης, ο κέρκος/η μπούμα της ράδαςшлюпочный - η λεμβούχος, η βαρδαλάντσα2. (оружия) η βολή, ο πυροβολισμός, (пушки) о κανονιοβολισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выстрел
-
10 обдувка
(обработка поверхности) маш. η κατεργασία (βολή) της επιφάνειας. - металлической дробью - με ρινίσματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обдувка
-
11 попадание
(в цель) η ευστοχία, η εύστοχη βολή- влаги пыли грязи и т.п. (в механизм аппарат) η είσοδος/διείσδυση του υγρού, της σκόνης, της βρωμιάς κ.λπ. (στον μηχανισμό, στη συσκευή).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попадание
-
12 выстрел
выстрелм ὁ πυροβολισμός, ἡ ἐκπυρσοκρότηση, τό σμπάρο:холостой \выстрел ἡ ἀσφαιρος βολή· орудийный \выстрел ἡ κανονιά· дальность \выстрела ἡ ἀπόσταση βολής· ◊ одним \выстрелом двух зайцев убить разг μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια. -
13 копоть
копотьж ἡ καπνιά, ἡ αἰθάλη, ἡ ἀσ-βόλη. -
14 корректировать
корректироватьнесов в разн. знач. διορθώνω:\корректировать огонь воен. διορθώνω τήν βολή. -
15 метание
метаниес1. спорт. ἡ βολή, ἡ ρί-ψη [-ις]:\метание ди́ска ἡ δισκοβολία· \метание копья ὁ ἀκοντισμός, τό ἀκόντισμα (в спорте), воен. ἡ ἐκσφενδόνιση [-ις], ἡ ἐκτόξευση [-ις]· \метание гранаты ἡ ρίψη χειροβομβίδας·2. (икра) ἡ ὠοτοκία (Ιχθύων)·3. перен, разг ὁι ταλαντεύσεις. -
16 навесный
навесныйприл воен. ἐπισκηπτικός:\навесный огонь ἐπισκηπτική βολή. -
17 недолет
недолетм воен. ἡ ἄστοχη βολή. -
18 непопадание
непопаданиес ἡ ἀστοχία, ἡ ἄστοχη βολή. -
19 огонь
огоньм1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·2. (освещение, свет) τό φως:работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον. -
20 перелет
перелетм1. (птиц) ἡ μετανάστευ-ση[\перелетις]. ἡ ἀποδημία, ἡ διάβαση·2. (самолета) ἡ πτήση [-ις]:беспосадочный \перелет πτήση χωρίς ἐνδιάμεση προσγείωση·3. (при стрельбе) ἡ βολή πέραν τοδ στόχου.
См. также в других словарях:
βολή — throw fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βολῇ — ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολέω to be stricken pres subj act 3rd sg βολή throw fem dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολή — I 1. το ρίξιμο: Έριξε δύο άκυρες βολές στην τοξοβολία. 2. πυροβολισμός, κανονιά, τουφεκιά: Χρησιμοποιούσε ωτοασπίδες για να μην κουφαθεί από τις βολές στο πεδίο ασκήσεων. II άνεση, ευκολία, ευχέρεια: Αυτό το σπίτι είναι χωρίς βολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολῆι — βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖν — βολή throw fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖς — βολή throw fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖσι — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖσιν — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαί — βολή throw fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολᾶς — βολή throw fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)